Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διζυγία — διζυγία, η (Μ) [δίζυγος] (για ζώα) δύο ζεύγη που σέρνουν άμαξα ή οργώνουν, διπλοζεύγαρο … Dictionary of Greek
διζυγίαν — διζυγίᾱν , διζυγία double yoke of draught cattle fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)